Σακχαρώδης διαβήτης κύησης
Ο διαβήτης κύησης ορίζεται ως η αύξηση των τιμών σακχάρου αίματος στην εγκυμονούσα κατά τη διάρκεια της κύησης. Η εμφάνισή του παρατηρείται περίπου σε 7 ανά 100 κυήσεις. Το σάκχαρο που προσλαμβάνει η έγκυος με τις τροφές προκαλεί την αύξηση των επιπέδων σακχάρου του αίματος. Συγκεκριμένα, οι ορμόνες της εγκυμονούσας αυξάνουν τα επίπεδα του σακχάρου αίματος προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ανάγκες της ανάπτυξης του εμβρύου. Ο οργανισμός της εγκύου αδυνατεί να παράξει περισσότερη ινσουλίνη προκειμένου να εισέλθει το σάκχαρο μέσα στα κύτταρα, με αποτέλεσμα αυτό να συσσωρεύεται σε υψηλές ποσότητες στο αίμα.
Η μη έγκαιρη αντιμετώπιση του διαβήτη κύησης μπορεί να προκαλέσει κινδύνους τόσο για την έγκυο όσο και για το έμβρυο. Είναι αυτονόητο ότι το έμβρυο λαμβάνει όλα τα θρεπτικά συστατικά, συμπεριλαμβανομένης και της γλυκόζης, από το αίμα της μητέρας. Η αύξηση του σακχάρου στο αίμα της εγκύου συνεπάγεται αυξημένη πρόσληψη σακχάρου από το έμβρυο. Το έμβρυο στη συνέχεια αποθηκεύει την επιπλέον γλυκόζη ως λίπος. Αποτέλεσμα αυτού είναι να γίνει το έμβρυο μακροσωμικό, δηλαδή να πάρει πολύ βάρος και να γίνει πολύ μεγάλο. Επίπλέον, μπορεί να επιβαρυνθεί το πάγκρεας του εμβρύου, προσπαθώντας να παράξει μεγαλύτερη ποσότητα ινσουλίνης για να διαχειριστεί την υπερβολική ποσότητα γλυκόζης.
Στο διαβήτη κύησης το έμβρυο μπορεί να τραυματιστεί στους ώμους ή σε οποιοδήποτε άλλο σημείο κατά τον τοκετό. Επίσης, υπάρχει κίνδυνος να γεννηθεί με αναπνευστικά προβλήματα, ίκτερο ή να υποστεί ακόμα και ενδομήτριο θάνατο. Σύνηθες φαινόμενο είναι να έχει το έμβρυο χαμηλά επίπεδα σακχάρου αίματος μετά τον τοκετό. Επίσης, στη μετέπειτα ζωή του είναι δυνατόν να αντιμετωπίσει υψηλότερο κίνδυνο παχυσαρκίας, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 καθώς και μαθησιακών δυσκολιών.
Ο διαβήτης κύησης όμως έχει επιπτώσεις και στην έγκυο, η οποία υπάρχει πιθανότητα να εμφανίσει αρτηριακή υπέρταση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, να γεννήσει πρόωρα, να γεννήσει με καισαρική τομή ή ακόμα και να εμφανίσει διαβήτη τύπου 2 μετά τον τοκετό.
Κύριο μέλημα στο διαβήτη κύησης είναι η διατήρηση των επιπέδων σακχάρου όσο το δυνατόν πιο κοντά στα φυσιολογικά. Για την επίτευξη αυτού του στόχου απαιτείται πρόγραμμα διατροφής και αερόβιας άσκησης καθώς και αυτοέλεγχος με συχνές μετρήσεις σακχάρου αίματος σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντα ιατρού. Σε πολλές περιπτώσεις απαιτείται και χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής. Όλα τα αντιδιαβητικά δισκία απαγορεύεται να λαμβάνονται στο διαβήτη κύησης. Μόνο κάποια σκευάσματα ινσουλίνης είναι ασφαλή και χορηγούνται για την αντιμετώπιση του διαβήτη κύησης. Σε αυτά περιλαμβάνονται τα σκευάσματα ανθρώπινης ινσουλίνης καθώς και κάποια από τα ταχείας δράσης ανάλογα ινσουλίνης. Όσον αφορά τα μακράς δράσης ανάλογα ινσουλίνης τον Ιανουάριο του 2012 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση (European Medicines Agency (EMA)) έδωσε την έγκρισή της για χρήση της ινσουλίνης detemir κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, γεγονός που σημαίνει λιγότερα ή και καθόλου επεισόδια υπογλυκαιμίας στην κύηση.
Τέλος, η έγκυος με διαβήτη κύησης χρειάζεται να θυμάται ότι μετά τον τοκετό τα επίπεδα των ορμονών μειώνονται και οι τιμές σακχάρου στην πλειοψηφία των περιπτώσεων επανέρχονται στο φυσιολογικό. Μπορεί, όμως, να διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο για εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, γι’ αυτό θα πρέπει να ακολουθεί υγιεινή διατροφή και τακτική άσκηση με στόχο τη διατήρηση χαμηλού σωματικού βάρους.