Σακχαρώδης διαβήτης, διάγνωση και πρόληψη
Σύμφωνα με στοιχεία της Αμερικάνικης Διαβητολογικής Εταιρείας ο Σακχαρώδης Διαβήτης έχει λάβει διαστάσεις παγκόσμιας επιδημίας. Το 2000 ο αριθμός των διαβητικών ασθενών παγκόσμια ανήλθε σε 173 εκατομμύρια, ενώ το 2030 αναμένεται να εκτοξευθεί στα 366 εκατομμύρια.
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης είναι ένα σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, των λιπών και των πρωτεϊνών, η οποία οφείλεται σε έλλειψη ινσουλίνης. Αυτή η έλλειψη μπορεί να είναι πλήρης, μερική ή σχετική. Επομένως, στο Σακχαρώδη Διαβήτη παρατηρείται αύξηση των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα.
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης διακρίνεται σε τέσσερις κατηγορίες. Ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου Ι χαρακτηρίζεται από πλήρη έλλειψη ινσουλίνης και απαντάται μόλις στο 10% περίπου των διαβητικών ασθενών. Πρόκειται συνήθως για νεαρά άτομα στα οποία συχνά υπάρχει κληρονομική προδιάθεση και η εξωγενής χορήγηση ινσουλίνης είναι απαραίτητη για τη διατήρηση του ατόμου στη ζωή.
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου ΙΙ μπορεί να χαρακτηρίζεται από αντίσταση στην ινσουλίνη με μικρή έλλειψη ινσουλίνης έως και σημαντική μείωση της έκκρισης ινσουλίνης. Περίπου το 90% των διαβητικών ασθενών πάσχουν από Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου ΙΙ. Είναι κυρίως άτομα μεγαλύτερης ηλικίας (άνω των 40 ετών), τα οποία είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) έως το 2025 ο αριθμός των ασθενών με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου ΙΙ θα έχει ανέλθει παγκοσμίως στα 380 εκατομμύρια.
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης κύησης εμφανίζεται συνήθως την 24η εβδομάδα της κύησης, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή της κύησης, ακόμα και από την αρχή, και η συχνότητά του στην Ελλάδα είναι περίπου 7%.
Άλλοι ειδικοί τύποι Σακχαρώδη Διαβήτη είναι δυνατόν να οφείλονται σε γενετικές διαταραχές, φάρμακα, τοξίνες ή άλλες χημικές ουσίες.
Η κλινική εικόνα του Σακχαρώδη Διαβήτη ποικίλλει και περιλαμβάνει πολυουρία, πολυδιψία, πολυφαγία, ακούσια απώλεια βάρους παρά την αυξημένη όρεξη, καταβολή δυνάμεων και ευερεθιστότητα. Επίσης, ιδιαίτερα στους ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου ΙΙ είναι δυνατό να εμφανίζονται συχνές λοιμώξεις, υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, αργή επούλωση τραυμάτων καθώς και διαταραχές της όρασης.
Η διάγνωση του Σακχαρώδη Διαβήτη βασίζεται σε μια σειρά κριτηρίων για τα οποία απαιτούνται απλές, ανώδυνες και οικονομικές εργαστηριακές εξετάσεις. Με ένα δείγμα αίματος είναι δυνατό, στις περισσότερες περιπτώσεις, να τεθεί η διάγνωση. Συγκεκριμένα, αν σε έναν ασθενή βρεθεί τιμή γλυκόζης νηστείας ίση ή μεγαλύτερη από 126mg/dl σε δύο επαναλαμβανόμενες μετρήσεις σε διαφορετικές ημέρες, τότε ο ασθενής αυτός χαρακτηρίζεται διαβητικός. Ως γλυκόζη νηστείας χαρακτηρίζεται η πρωινή τιμή του σακχάρου, αφού ο ασθενής έχει παραμείνει νηστικός το λιγότερο για 8 ώρες πριν από την αιμοληψία.
Άλλο κριτήριο για τη διάγνωση του Σακχαρώδη Διαβήτη αποτελεί η εύρεση τυχαίας τιμής γλυκόζης πλάσματος μεγαλύτερης ή ίσης με 200 mg/dl σε ασθενή ο οποίος εμφανίζει συμπτώματα υπεργλυκαιμίας. Τα σημαντικότερα συμπτώματα υπεργλυκαιμίας είναι η πολυουρία, η πολυδιψία και η ανεξήγητη απώλεια βάρους παρά τη λήψη τροφής. Ο ασθενής θα πρέπει να αναφέρει άμεσα στο γιατρό του αυτά τα συμπτώματα, προκειμένου να υποβληθεί σε έλεγχο σακχάρου.
Τέλος, η θετική δοκιμασία ανοχής στη γλυκόζη (καμπύλη μέτρησης σακχάρου) θέτει τη διάγνωση του Σακχαρώδη Διαβήτη. Η δοκιμασία θεωρείται θετική όταν 2 ώρες μετά τη λήψη από του στόματος 75gr άνυδρης γλυκόζης, η τιμή του σακχάρου στο αίμα είναι μεγαλύτερη ή ίση με 200mg/dl. H δοκιμασία ανοχής στη γλυκόζη πρέπει να εκτελείται το πρωί και ο ασθενής να έχει μείνει νηστικός για 12 ώρες. Στο διάστημα αυτό των 12 ωρών, ο ασθενής μπορεί να πίνει όσο νερό επιθυμεί. Τις τρεις προηγούμενες ημέρες ο ασθενής χρειάζεται να έχει ελεύθερη διατροφή με λήψη τουλάχιστον 150 γραμμάρια υδατανθράκων (π.χ. πατάτα, ρύζι, ζυμαρικά, ψωμί) κάθε μέρα. Κατά τη δοκιμασία ανοχής στη γλυκόζη, ο ασθενής πρέπει να λάβει 75gr άνυδρης γλυκόζης διαλυμένα σε 250-300ml νερό σε χρόνο 3-5 λεπτά. Γίνεται αιμοληψία πριν από τη χορήγηση της γλυκόζης καθώς και 2 ώρες μετά. Όσο διαρκεί η δοκιμασία, ο ασθενής χρειάζεται να μην περπατά και να μην καπνίζει. Επίσης, εάν υπάρχει ενεργός λοίμωξη ή οποιαδήποτε άλλη οξεία κατάσταση δεν πρέπει να υποβληθεί στη συγκεκριμένη εξέταση, γιατί το αποτέλεσμα δεν θα είναι αξιόπιστο.
Σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Οδηγίες του 2011 της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας, η μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (ΗbA1c) δεν συστήνεται για τη διάγνωση του Σακχαρώδη Διαβήτη. Παρόλα αυτά, τιμή ΗbA1c > 6.5% θεωρείται διαγνωστική για Σακχαρώδη Διαβήτη και ο ασθενής χρειάζεται να υποβληθεί σε περαιτέρω έλεγχο με μέτρηση γλυκόζης νηστείας και καμπύλη γλυκόζης. Τιμές ΗbA1c μεταξύ 5.7% και 6.4% σημαίνουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης Σακχαρώδη Διαβήτη μέσα στη δεκαετία.
Ποιοι είναι, όμως, οι ασθενείς που χρειάζεται οπωσδήποτε να υποβληθούν στις παραπάνω εξετάσεις για τη διάγνωση του Σακχαρώδη Διαβήτη;
Σύμφωνα με τις οδηγίες της Διεθνούς Ομοσπονδίας Διαβήτη (International Diabetes Federation-IDF), σε προσυμπτωματικό έλεγχο χρειάζεται να υποβληθούν άτομα που έχουν κάποια ή κάποιες από τις ενδείξεις που αναφέρονται στη συνέχεια και επομένως έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου ΙΙ.
Συνεπώς, «υποψήφιοι» για Σακχαρώδη Διαβήτη είναι άτομα ηλικίας 45 ετών και άνω, παχύσαρκοι με υψηλό δείκτη μάζας σώματος (ΒΜΙ≥30 kg/m2) , άτομα με οικογενειακό ιστορικό διαβήτη σε συγγενείς πρώτου βαθμού (γονείς, παιδιά ή αδέρφια), άνδρες με περίμετρο μέσης ≥102 cm και γυναίκες με περίμετρο μέσης ≥88 cm, άτομα με ιστορικό υπέρτασης ή καρδιαγγειακής νόσου, γυναίκες με ιστορικό διαβήτη κύησης ή/και γέννηση παιδιών με σωματικό βάρος >4 kg. Επιπλέον, οι γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών καθώς και οι ασθενείς που λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή που αυξάνει την τιμή γλυκόζης πλάσματος έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα για εμφάνιση Σακχαρώδη Διαβήτη.
Πώς οι «υποψήφιοι» για Σακχαρώδη Διαβήτη μπορούν να προλάβουν την εμφάνιση της νόσου;
Η στοχευμένη πρόληψη μέσω υγιεινοδιαιτητικής παρέμβασης στον πληθυσμό υψηλού κινδύνου για εμφάνιση Σακχαρώδη Διαβήτη συστήνεται τόσο από την Αμερικάνικη (ADA) και Ευρωπαϊκή (EASD) Διαβητολογική Εταιρεία, όσο και από την Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία. Συγκεκριμένα, συστήνεται δίαιτα και άσκηση με στόχο
• Η σωματική δραστηριότητα να ξεπερνά, αν είναι δυνατό, τα 150 λεπτά αερόβιας άσκησης μέτριας έντασης (π.χ. τρέξιμο, περπάτημα, κολύμπι κλπ) την εβδομάδα διαιρεμένα σε πέντε διαφορετικές ημέρες. Δηλαδή, το άτομο χρειάζεται να αθλείται το λιγότερο μισή ώρα την ημέρα για πέντε ημέρες την εβδομάδα.
• Το σωματικό βάρος να μειωθεί κατά 5%, εφόσον το άτομο είναι υπέρβαρο ή παχύσαρκο.
• Η διακοπή του καπνίσματος.
• Η μειωμένη πρόσληψη λίπους με τη διατροφή (λιγότερο από 30% ημερησίως) με στόχο την αποφυγή των κορεσμένων και trans λιπαρών (λιγότερο από 10% ημερησίως). Επομένως, αποφυγή λιπαρών τροφών, τηγανητών και έτοιμων φαγητών.
• Η αυξημένη πρόσληψη φρούτων και λαχανικών (25-35 γραμμάρια φυτικών ινών κάθε μέρα)
• Η εκπαίδευση των ατόμων, ώστε να υιοθετήσουν τις προαναφερθείσες συστάσεις στην καθημερινότητά τους.
Είναι γνωστό ότι κανένα φάρμακο δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη δίαιτα και την άσκηση τόσο στην πρόληψη όσο και στη θεραπευτική αντιμετώπιση του Σακχαρώδη Διαβήτη. Ιδιαίτερα στον πληθυσμό υψηλού κινδύνου, η υιοθέτηση των υγιεινοδιαιτητικών οδηγιών μπορεί να αποτρέψει την εμφάνιση της νόσου.
Σελίδα 13 από 20